- εξολοθρευτής
- ο истребитель, искоренитель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξολοθρευτής — ο (θηλ. εξολοθρεύτρια) (AM ἐξολοθρευτής) [εξολοθρεύω] αυτός που εξολοθρεύει, που καταστρέφει τελείως … Dictionary of Greek
εξολοθρευτής — ο θηλ. εύτρα αυτός που εξολοθρεύει, που αφανίζει, ο καταστροφέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σμινθεύς — Επίθετο του Απόλλωνα ως εξολοθρευτή των ποντικών. Η λατρεία του Απόλλωνα με την ιδιότητα αυτή κατάγεται από την Τροία και, γενικά, τη Μ. Ασία. Ο Απόλλων Σ. λατρευόταν ιδιαίτερα στα νησιά Λέσβο, Τένεδο και Ρόδο. Η ετήσια γιορτή του ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
αινολέτης — αἰνολέτης, ο (Α) φοβερός καταστροφέας, σκληρός εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
απολυμαντήρας — ο (Α ἀπολυμαντήρ) νεοελλ. συσκευή απολύμανσης αρχ. καταστροφέας, εξολοθρευτής … Dictionary of Greek
αφανιστής — ο (AM ἀφανιστής) [αφανίζω] καταστροφέας, εξολοθρευτής … Dictionary of Greek
γιγαντολέτωρ — γιγαντολέτωρ, ο (θηλ. γιγαντολέτειρα, η) και γιγαντολέτης, ο(θηλ. γιγαντολέτις, η) (Α) ο εξολοθρευτής τών Γιγάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γιγαντολέτωρ < γίγας( αντος) + ολέτωρ < ολετήρ < όλλυμι «καταστρέφω» και ο τ. γιγαντολέτης < γίγας (… … Dictionary of Greek
εξολοθρευτικός — ή, ό (AM ἐξολοθρευτικός, ή, όν) [εξολοθρευτής] καταστρεπτικός, εξοντωτικός … Dictionary of Greek
ερημωτής — ο (Α ἐρημωτής) [ερημώνω] αυτός που ερημώνει, που καταστρέφει, ο εξολοθρευτής … Dictionary of Greek
θεριστής — ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) [θερίζω] αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό νεοελλ. 1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής») 2. λαϊκή ονομασία τού μήνα Ιουνίου, επειδή… … Dictionary of Greek
θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… … Dictionary of Greek